- οδυνοσπάς
- ὀδυνοσπάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α)σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπας, -άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο-σπάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀδυνοσπάδος — ὀδυνοσπάς racked by pain fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek
κὠδυνοσπάδος — ὀδυνοσπάδος , ὀδυνοσπάς racked by pain fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)